Τετάρτη, 23 Ιουνίου 2010
Τα τελευταία χρόνια η ενέργεια ήλθε πολλές φορές στην επικαιρότητα. Από τη μια, με αφορμή την κλιματική αλλαγή, το λιώσιμο των πάγων, την άνοδο της θερμοκρασίας του πλανήτη και τη συμβολή της ενεργειακής βιομηχανίας σ’ αυτά. Από την άλλη, με γνώμονα την ανάπτυξη των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας (αιολική, ηλιακή, γεωθερμική κτλ.) και τη συμβολή τους στην αντιμετώπιση του φαινομένου του θερμοκηπίου, αλλά και τις δυνατότητες που προσφέρει για την επέκταση της βιομηχανίας μιας χώρας προς συγκεκριμένες δραστηριότητες (π.χ. Δανία-ανεμογεννήτριες, Γερμανία-φωτοβολταϊκά πάνελ).Τα τελευταία χρόνια η ενέργεια ήλθε πολλές φορές στην επικαιρότητα. Από τη μια, με αφορμή την κλιματική αλλαγή, το λιώσιμο των πάγων, την άνοδο της θερμοκρασίας του πλανήτη και τη συμβολή της ενεργειακής βιομηχανίας σ’ αυτά. Από την άλλη, με γνώμονα την ανάπτυξη των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας (αιολική, ηλιακή, γεωθερμική κτλ.) και τη συμβολή τους στην αντιμετώπιση του φαινομένου του θερμοκηπίου, αλλά και τις δυνατότητες
Παράλληλα, σε εξέλιξη βρίσκονται συζητήσεις αλλά και αντιπαραθέσεις γύρω από τα υπάρχοντα αποθέματα φυσικού αερίου, την εκμετάλλευσή τους αλλά και τη μεταφορά τους μέσω διαφορετικών αγωγών, αντικρουόμενων πολλές φορές συμφερόντων, στις χώρες από τις οποίες θα διέλθουν, τις εταιρείες που θα τους χρηματοδοτήσουν και τα πλεονεκτήματα που θα αποκομίσει κάθε εμπλεκόμενος φορέας. Στα παραπάνω θα πρέπει να προσθέσουμε τη συνεχή διακύμανση της τιμής του πετρελαίου, που από την πρώτη πετρελαϊκή κρίση το 1973 μέχρι σήμερα διαμορφώνει τιμές από 30 έως 200 δολάρια το βαρέλι, επιδρώντας άμεσα στις οικονομίες όλων των χωρών του κόσμου.
Μέσα σ’ αυτό το ευμετάβλητο γεω-στρατηγικό και οικονομικό περιβάλλον οι χώρες καλούνται να εξασφαλίσουν την επαρκή, ασφαλή και οικονομική τροφοδότησή τους με τα ενεργειακά προϊόντα (πετρέλαιο, φυσικό αέριο, λιγνίτης, ηλεκτρική ενέργεια) και με τρόπο ώστε να έχουν την ελάχιστη δυνατή επιβάρυνση στο φυσικό τους περιβάλλον.
Μεταξύ των ενεργειακών αυτών προϊόντων το σημαντικότερο για το οποίο καλούνται να χαράξουν πολιτική οι υπερεθνικοί οργανισμοί, οι χώρες αλλά και οι εταιρείες που δραστηριοποιούνται στο χώρο είναι η ηλεκτρική ενέργεια, η οποία αποτελεί και τον θεμέλιο λίθο της βιομηχανικής παραγωγής, των τηλεπικοινωνιών, της έρευνας, της υγείας και γενικά της μεταφοράς και ανάπτυξης του συνολικού φάσματος του σημερινού πολιτισμού μας. Ο ρυθμός κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας αποτελεί σήμερα δείκτη ανάπτυξης της οικονομίας και αποτέλεσμα του βιοτικού επιπέδου ενός λαού.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση χάραξε μία συγκεκριμένη πολιτική στα θέματα αυτά διατυπώνοντας την αρχή 20-20-20 για το 2020. Έθεσε δηλαδή ως στόχους την εξοικονόμηση ενέργειας κατά 20%, τη διείσδυση των ανανεώσιμων πηγών κατά 20% και τη μείωση των εκπομπών των αερίων του θερμοκηπίου κατά 20% μέχρι το 2020.
Επίσης διαμόρφωσε μία εσωτερική αγορά φυσικού αερίου και ηλεκτρικής ενέργειας, από το 1996 μέχρι σήμερα, με τελευταία πράξη την έγκριση του τρίτου ενεργειακού πακέτου, τον περασμένο Ιούλιο, που περιελάμβανε δύο οδηγίες και τρείς κανονισμούς.
Με τις ενέργειές της αυτές η Ε.Ε. υιοθέτησε ουσιαστικά τις δύο παρακάτω αρχές:
Η χώρα μας καλείται να προσαρμόσει την πολιτική της στις νέες οδηγίες της Ε.Ε., μεταφέροντάς τες στο εθνικό μας δίκαιο και θέτοντας τους αντίστοιχους εθνικούς στόχους.
Την προσπάθεια για ενσωμάτωση της πρώτης οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο αποτελεί ο Νόμος για την διείσδυση των ΑΠΕ, ο οποίος ψηφίστηκε πρόσφατα από τη Βουλή και η εφαρμογή του επιβάλλει να εξεταστούν μια σειρά από θέματα. Συγκεκριμένα, θα πρέπει να μελετηθεί με πολύ προσοχή η κατανομή του οικονομικού βάρους που απαιτείται για την στήριξη των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Να σημειωθεί ότι η τιμή της ηλεκτρικής ενέργειας από ΑΠΕ στη χονδρεμπορική αγορά ενέργειας είναι σημαντικά υψηλότερη από την ηλεκτρική ενέργεια που παράγεται από τα συμβατικά εργοστάσια. Παράλληλα, θα πρέπει να μελετηθεί η επίδραση της μεγάλης διείσδυσης των ΑΠΕ στο ενεργειακό μίγμα βάσει συγκεκριμένης ενεργειακής στρατηγικής με συνιστώσες τη σύνδεση των έργων με το δίκτυο, την μεταβολή στις απαιτούμενες μονάδες βάσης ώστε να μπορούν να αναλαμβάνουν το φορτίο που θα προκύπτει από τις μεγάλες διακυμάνσεις της αιολικής παραγωγής, το μακροχρόνιο εθνικό ενεργειακό μείγμα, κ.α.
Ο ρόλος και οι προκλήσεις για τη ΔΕΗ
Η ενσωμάτωση της τρίτης οδηγίας για την αγορά του ηλεκτρισμού στο εσωτερικό δίκαιο θα πρέπει να γίνει μέχρι τον Μάρτιο του 2011. Με βάση το νέο αυτό ρυθμιστικό πλαίσιο, τις επικρατούσες οικονομικές συνθήκες και τις υπάρχουσες τεχνολογίες, η χώρα μας θα πρέπει να χαράξει τον μακροχρόνιο ενεργειακό προγραμματισμό της, με ορίζοντα το 2020.
Παράλληλα και μέσα στο σύνθετο αυτό ρυθμιστικό περιβάλλον, η ΔΕΗ, καλείται να συντάξει το στρατηγικό της σχέδιο με ορίζοντα το 2020 και στη συνέχεια το επιχειρησιακό της σχέδιο μέχρι το 2015, στα οποία θα πρέπει να προσδιορίζεται:
Το πρώτο θέμα που πρέπει να αντιμετωπίσει είναι η ανάπτυξη της παραγωγής καθώς και το μίγμα καυσίμων που θα χρησιμοποιήσει. Όπως είναι γνωστό, η ΔΕΗ σήμερα παράγει την ηλεκτρική ενέργεια από λιγνίτη, πετρέλαιο, μαζούτ και φυσικό αέριο. Διαθέτει επίσης υδροηλεκτρική παραγωγή ενώ στο Σύστημα διοχετεύεται η ενέργεια από τα αιολικά πάρκα καθώς και από τα ιδιωτικά εργοστάσια φυσικού αερίου των ΕΛΠΕ και του ΗΡΩΝΑ.
Η ΔΕΗ στα 60 χρόνια λειτουργίας της κατασκεύασε τα εργοστάσια παραγωγής της με τέτοιο τρόπο ώστε να καλύπτει να καλύπτει:
Το σκηνικό αυτό τείνει να ανατραπεί βίαια το 2013 όταν θα πρέπει να συνυπολογισθεί το κόστος του διοξειδίου του άνθρακα στο κόστος παραγωγής, γεγονός που θα καταστήσει την λιγνιτική παραγωγή μάλλον αντιοικονομική. Οι πεπαλαιωμένες λιγνιτικές μονάδες παραγωγής έχουν βαθμούς απόδοσης 25-30%. Αυτό σημαίνει πρακτικά μεγάλη κατανάλωση ενεργειακού καυσίμου, τεράστιες ποσότητες εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα για λίγη παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας. Αν αυτές οι μονάδες είχαν αντικατασταθεί με σύγχρονες, με βαθμό απόδοσης 45-52%, για τη ίδια κατανάλωση καυσίμου θα εξέπεμπαν περίπου το ίδιο διοξείδιο του άνθρακα, και θα παρήγαγαν διπλάσια ηλεκτρική ενέργεια. Τα ίδια περίπου ισχύουν και για τις πετρελαϊκές μονάδες. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι με τις υπάρχουσες λιγνιτικές μονάδες και τον συνυπολογισμό του κόστους του διοξειδίου του άνθρακα στο κόστος παραγωγής η ΔΕΗ θα επιβαρυνθεί με ένα ποσό της τάξης του ? των εσόδων της.
Επίσης θα πρέπει να αρχίσει έρευνα στην Ελλάδα, για υπόγεια στεγανά σπήλαια σε βάθη, 3-5 χλμ κάτω από την επιφάνεια της γης, καταλλήλων για την αποθήκευση διοξειδίου του άνθρακα που θα παράγεται από τις λιγνιτικές μονάδες, με θετικά για το περιβάλλον αποτελέσμ