Δευτέρα, 14 Οκτωβρίου 2019
Το ελαιόδεντρο εμπεριέχει μια πλούσια και πολυποίκιλη πολιτιστική κληρονομιά που έλκει τις ρίζες του από την αρχαιότητα, αφού σχετιζόταν με τη Θεά Αθηνά και ενείχε συμβολισμούς ειρήνης, σοφίας, γονιμότητας, ευημερίας, υγείας, τύχης νίκης, αρμονίας, φιλίας, δόξας, πίστης, αθανασίας, ελπίδας, πλούτου, αφθονίας, κ.α. Άλλωστε, συμβολική είναι και η επιλογή των φύλλων ελιάς που κοσμούν τη σημαία των Ηνωμένων εθνών.
Η ελαιοκαλλιέργεια με ιστορία 6 χιλιάδων χρόνων ξεκίνησε από τη Μεσόγειο ενώ σήμερα έχει εξαπλωθεί σε ολόκληρη τη γη και έχει σημαντικό αποτύπωμα στη βιώσιμη ανάπτυξη διότι πέραν του εισοδήματος που παράγει, εμποδίζει την ερημοποίηση της υπαίθρου, προστατεύει το έδαφος από τη διάβρωση και λειτουργεί ως απορροφητήρας διοξειδίου του άνθρακα.
Η ελιά ανήκει στη βασική «τριλογία» προϊόντων της Μεσογειακής Διατροφής (μαζί με το σιτάρι και το σταφύλι), η οποία με πρωτοβουλία της Ελλάδας της Ιταλίας, της Ισπανίας και του Μαρόκου συμπεριλήφθηκε το 2010 στον Αντιπροσωπευτικό Κατάλογο της Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς της Ανθρωπότητας της UNESCO και η Κορώνη ανακηρύχθηκε Εμβληματική Κοινότητα.
Σύμφωνα με κλαδική μελέτη για το ελαιόλαδο που εκπόνησε η Εθνική Τράπεζα το 2015 προκύπτουν οι κάτωθι διαπιστώσεις:
1) Το ελαιόλαδο αποτελεί σημαντικό κομμάτι της ελληνικής οικονομίας καθώς καλύπτει το 9% της αξίας αγροτικής παραγωγής στην Ελλάδα (έναντι 1% στην Ευρώπη). Η Ελλάδα είναι η τρίτη μεγαλύτερη παραγωγός ελαιολάδου παγκοσμίως (μετά την Ισπανία και την Ιταλία), με παραγωγή της τάξης των 0,3 εκατ. τόνων, συνεισφέροντας το 0,4% του ΑΕΠ.
2) Η διεθνής ελαιοπαραγωγή έχει διπλασιαστεί την τελευταία 25ετία, με επικεφαλείς χώρες α) την Ισπανία που διπλασίασε την παραγωγή της, που ξεπερνά το 40% της παγκόσμιας παραγωγής και β) νέες χώρες-παραγωγοί (κυρίως Τουρκία, Τυνησία, Μαρόκο και Συρία), οι οποίες αύξησαν το μερίδιο τους στην παγκόσμια παραγωγή στο 35% το 2014.
3) Εξαιρετικά σημαντικό ρόλο στη διεθνή αγορά τυποποιημένου ελαιολάδου διαδραματίζει η Ιταλία, η οποία εκμεταλλευόμενη τη διεθνή αναγνωρισιμότητα του ιταλικού ελαιολάδου και τα οργανωμένα δίκτυα προώθησης των επιχειρήσεων της, εισάγει χύμα ελαιόλαδο (και το επανεξάγει τυποποιημένο.
«Τις πταίει» και το ελληνικό ελαιόλαδο δεν είναι ανταγωνιστικό; Οι Έλληνες παραγωγοί στην πλειοψηφία τους δεν κατάφεραν να εκμεταλλευτούν τη διεθνή δυναμική των τελευταίων ετών, με αποτέλεσμα το μερίδιο της Ελλάδας στη διεθνή αγορά τυποποιημένου ελαιολάδου να έχει περιοριστεί πλέον στο 4% από 6% τη δεκαετία του 1990. Οι αιτίες που δρουν περιοριστικά στη δυναμική του κλάδου στην Ελλάδα αφορούν κυρίως αδυναμίες σε όλα τα στάδια παραγωγής:
· κατακερματισμένη δομή του κλάδου
· έλλειμμα επιχειρηματικότητας στον ελαιοκομικό τομέα
· ανυπαρξία ελαιϊκής πολιτικής
· αστικοποίηση του ελληνικού ελαιώνα (ένα μεγάλο μέρος του ελαιώνα ανήκει σε αστούς κατοίκους των πόλεων με ότι αυτό συνεπάγεται)
· αδυναμία σύνδεσης παραγωγής-μεταποίησης-εμπορίας
· πολύ χαμηλό επίπεδο οργάνωσης της παραγωγής
· μικρό ποσοστό πιστοποιημένης βιολογικής καλλιέργειας
· έλλειμμα σε σύγχρονες τεχνικές ελαιοποίησης και κυρίως υψηλό ποσοστό μικρών και μη εξειδικευμένων ελαιοτριβείων
· μικρό ποσοστό παραγωγής καινοτόμων ελαιοπροϊόντων που έχουν πιστοποιημένα ποιοτικά χαρακτηριστικά γαστρονομικής και υγειοπροστατευτικής αξίας
· ελλιπής στόχευση στο design, το branding και στο packaging
· μόλις το 27% της συνολικής παραγωγής ελαιολάδου φτάνει στο στάδιο της τυποποίησης στην Ελλάδα (έναντι 50% στην Ισπανία και 80% στην Ιταλία)
Στο σύγχρονο, εξαιρετικά μεταβαλλόμενο διεθνές περιβάλλον, το ελληνικό ελαιόλαδο έχει ως βασικό όπλο την υψηλή του ποιότητα (γεύση, άρωμα, χρώμα, ισορροπία). Η είσοδος νέων ανταγωνιστών και η αναθεώρηση της ΚΑΠ καθιστούν αναγκαία την εκ βάθρων αλλαγή του τρόπου που λειτουργεί ο κλάδος στην Ελλάδα, με έμφαση πλέον στην τυποποίηση, την καθετοποίηση και τις οικονομίες κλίμακας. Οι συνθήκες πλέον είναι ευνοϊκές, και τα οφέλη από μια τέτοια αναδιάρθρωση μπορεί να είναι σημαντικά. Άλλωστε, τα παραδείγματα ελληνικών εταιρειών που αναδεικνύουν και προωθούν το εθνικό μας προϊόν διεθνώς ισχυροποιούν το επιχείρημα ότι η αναπτυξιακή προοπτική του σημαντικότερου ίσως προϊόντος στην ιστορία της ανθρωπότητας απαιτεί ανάληψη δυναμικών δράσεων και ισόρροπη συνεργασία μεταξύ των κρατικών φορέων και όλου του δικτύου των επαγγελματιών που ασχολούνται με αυτό.
Η ελαιουργική φυσιογνωμία μιας περιοχής ή και ολόκληρης της χώρας πρέπει και μπορεί να αξιολογηθεί τόσο λαμβάνοντας υπ’ όψιν την αναμφισβήτητη διατροφική αξία της ελιάς όσο και την οικονομική, πολιτιστική, ιστορική και τουριστική της διάσταση, ούτως ώστε να γίνει επαναστόχευση των προοπτικών της.
*Δημοσιεύθηκε στην ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ, τεύχος Οκτωβρίου 2019