Τετάρτη, 25 Αυγούστου 2021
Πενήντα κείμενα που συγκροτούν χωρικά και χρονικά τη “Γεωγραφία μνήμης”, όπως την παραδίδει εντυπωσιακά απλά ο αγαπητός και σπουδαίος για τον τόπο και τη χώρα Καθηγητής Πέτρος Θέμελης. Ένας πρόλογος από τον επίσης αγαπητό και σπουδαίο ιστορικό συμπατριώτη Βασίλη Παναγιωτόπουλο. Και ένα βιβλίο το οποίο εξέδωσε ο σύλλογος “Φίλοι του Μουσείου Κατσουλίδη” που μου έκανε την τιμή της πρόσκλησης για συμμετοχή στη σημερινή εκδήλωση. Στοιχεία που φέρνουν σε εξαιρετικά δύσκολη θέση έναν ιστοριοδίφη γραφιά που καλείται να μιλήσει. Όταν επιπλέον “τα λόγια είναι περιττά” για τον αγαπητό κύριο Θέμελη.
Παρουσίαση βιβλίου αλλά επί της ουσίας τόσο η πρωτοβουλία της έκδοσης, όσο και η πρωτοβουλίας της παρουσίασης, έχουν ως πραγματικό στόχο να τον τιμήσουν. Και για το έργο και για τη σκέψη του. Το ενδιαφέρον για την αρχαία Μεσσήνη εκδηλώθηκε πολύ ενωρίς. Αποτυπώθηκε στην αφήγηση για την επίσκεψη του Αβα Φουρμόντ το 1730. Ο οποίος με τον Παυσανία ανά χείρας αναζήτησε ιερά, αγάλματα και δημόσια κτήρια. Αποτυπώθηκε στο έργο περιηγητών που την αναζήτησαν. Αποτυπώθηκε στο έργο της Γαλλικής Επιστημονικής Αποστολής τα μέλη της οποίας ακολούθησαν τα βήματα του Φουρμόντ καθώς περιηγούνταν τα ερείπια της αρχαίας πόλης. Αποτυπώθηκε στις ομαδικές περιηγήσεις επισκεπτών που έφθαναν με πλοία μέχρι το λιμάνι της Καλαμάτας, επιβιβάζονταν στα τρένα μέχρι το Τζεφερεμίνι και μετά από εκεί με μουλάρια και άλογα μέχρι τα ερείπια της αρχαίας πόλης. Οι πρώτες ανασκαφές μετά την απελευθέρωση ξεκίνησαν ήδη από το 1895 και συνεχίστηκαν αργά και βασανιστικά για 90 χρόνια. Και τότε ανέλαβε ο αγαπητός κ. Θέμελης το ανασκαφικό έργο για να κάνει το δικό του “θαύμα”: Μια ολόκληρη πόλη ήρθε στην επιφάνεια, ανασκάφηκε και συναρμολογήθηκε κομμάτι-κομμάτι με αγάπη και φροντίδα. Για να υπηρετήσει την αντίληψη που αποτυπώνεται και στη συλλογή άρθρων με τίτλο “Διαχείριση αρχαιολογικών χώρων”. Και γενικεύεται στο κείμενο με τίτλο “Μνημεία και κοινό” αλλά και σε αυτό που επιγράφεται “Η τρίτη ζωή της Μεσσήνης”. Ενώ συμπυκνώνεται στο οπισθόφυλλο με τοποθετήσεις που σίγουρα προκαλούν συζητήσεις αλλά και αναταράξεις στην αρχαιολογική κοινότητα. Και υποστηρίζεται από άλλο δημοσίευμα με τίτλο “Η χορηγία στην αρχαιότητα”.
O αγαπητός κ. Καθηγητής θέλει μια πόλη ζωντανή και την ζωντανεύει με τις περιηγήσεις που οργανώνονται εξαιρετικά. Με το άνοιγμα στους πολίτες μέσω εκδηλώσεων που ξεφεύγουν από την “κλασσική” αντίληψη της αξιοποίησης των χώρων εκδηλώσεων που διαθέτουν. Βλέπει την πόλη, και μέσα σε αυτή ενταγμένο το θέατρο, το εκκλησιαστήριο, το στάδιο ως στοιχεία της ζωής της. Μας βοηθάει να αντιληφθούμε την οργάνωσή της και την καθημερινότητα των κατοίκων μέσα από κείμενα όπως “Πολεοδομία χθες και σήμερα”, “Ύδρευση και αποχέτευση στην Αρχαία Μεσσήνη”, “Η κρήνη Κλεψύδρα”, “Μεσσηνιακό διαιτολόγιο”, “Μεσσήνιοι Ολυμπιονίκες”. Για πολλούς λόγους θα ξεχώριζα το κείμενο “Αρχαιολογία και αισθήσεις” το οποίο δεν αποτυπώνει απλώς την αντίληψή του για το αρχαιολογικό έργο, αλλά μεταφέρει από καρδιάς εκείνο που αισθάνεται ο ίδιος (αλλά και άλλοι συνάδελφοί του). Με τα δικά του λόγια “υπάρχουν και διαστάσεις αφανείς, εσωτερικού συναισθηματικού χαρακτήρα, που δεν αποτυπώνονται στα γραπτά σου. Δεν υπάρχει για παράδειγμα συναρπαστικότερο βίωμα για τον ανασκαφέα αρχαιολόγο από εκείνο της στιγμής που θα προβάλει στο φως, μια πέτρα με γράμματα, τη στιγμή που έρχεται αυτός πρώτος σε επαφή με ένα κείμενο θαμμένο για αιώνες στο χώμα, αναμένοντας υπομονετικά τη δική του ματιά, το δικό του άγγιγμα, τη δική του ανάγνωση. Ενώ προσθέτει ότι “μένουν αναπόφευκτα έξω από τα αποστασιοποιημένα κείμενά σου το άγουρο ξύπνημα και η μόνιμη νοσταλγία του ύπνου που δεν χόρτασες, η πρωινή εργασία που σου περόνιαζε τα κόκκαλα, η αναμονή της αυγής και της θέρμης του ήλιου που ξεμυτάει απ’ το διάσελο ανάμεσα στην Ιθώμη και στην Εύα, ως μέγιστη ευχαρίστηση που αγγίζει την πλάτη και εξαπλώνεται σε όλο το σώμα”. Στην ακροτελεύτεια φράση αυτού του κειμένου ο αγαπητός κ. Θέμελης καταθέτει τη δική του φιλοσοφία για το σήμερα ως βίωμα τελικά: “Στην έρημο της βαρβαρότητας που ζούμε, η ανθρώπινη δημιουργικότητα, η καινοτομία και η φαντασία είναι που μετρούν. Η έρευνα και η δημιουργία είναι μια όαση”.
Ο κ. Θέμελης συνομιλεί με τα μνημεία. Και εκφράζει την επιθυμία να γνωρίζει τη ζωή τους όταν ανθούσε μέσα σε αυτά. Και δεν πρόκειται για μια υπόθεση που αφορά μόνον στην αρχαία Μεσσήνη. Αλλά για μια αντίληψη που μπορούμε να την εντοπίσουμε και σε άλλα κείμενα όπως αυτό με τίτλο “Τα πυργόσπιτα της Μάνης”. Στον προεπαναστατικό πύργο του Πετρόμπεη στο Λιμένι μας πληροφορεί ότι “συλλαμβάνεις ένα μέρος έστω, του υλικού, του πνευματικού και ψυχικού του κόσμου”. Αλλά “το ευρύ πυργόσπιτο του Καπετανάκου στην Αρεόπολη με τις δύο κινστέρνες, δεν σου μιλά χωρίς τη ζωντανή παρουσία του ιδίου και της οικογένειας που εις μάτην αναζητάς για να ρωτήσεις”. Αναφέρεται και σε μια σειρά από πύργους ακόμη και αποφαίνεται πως “θλίβεσαι, συνειδητοποιώντας ότι τα σημαντικά αυτά σφύζοντα από ζωή έργα του παραδοσιακού νεοελληνικού πολιτισμού, με ενοίκους επώνυμους κάποτε, που διακρίθηκαν στον αγώνα ενάντια στους κατακτητές, έχουν καταντήσει κενά κελύφη, εν μέρει τουριστικά αξιοθέατα, προϊόντα εκμετάλλευσης σε εγκατάλειψη χωρίς τη δέουσα φροντίδα της Πολιτείας”. Η ευαισθησία του αποτυπώνεται σε μια σειρά κείμενα και σε ένα από αυτά αναφέρεται στα ποτάμια και την μόλυνση. Για να καταλήξει σε μια ενδιαφέρουσα γενίκευση: “Ζούμε με την ελπίδα και το όνειρο της ανάκαμψης, περιμένουμε το “Δήμαρχο Μεσσία” που θα μας σώσει, δημιουργώντας πάρκα, κήπους παιδικές χαρές, ελεύθερες παραλίες, που θα γκρεμίσει τα αυθαίρετα, θα μας απαλλάξει απ’ τις χωματερές και τα νταμάρια, τα απόβλητα των ελαιοτριβείων. Η ύπαρξη της πόλης σχετίζεται άμεσα με τον αλώβητο περιβάλλοντα φυσικό χώρο της, αν διακοπεί αυτή η σχέση, η πόλη πεθαίνει”. Η ανάγνωση των τίτλων των 50 κειμένων ασφαλώς προϊδεάζει για την ευρυμάθεια του κ. Θέμελη. Αρκεί να σκεφθεί κάποιος ότι αυτά αποτελούν ένα ελάχιστο δείγμα από το πλήθος εκλαϊκευμένων δημοσιεύσεων. Μέσα από τις οποίες ο πολίτης γίνεται κοινωνός της γνώσης για το παρελθόν, με επισημάνσεις για το παρόν και οράματα για το μέλλον. Είναι ένας ακόμη λόγος ευχαριστιών για τον ακαταπόνητο κ. Καθηγητή. Που ανέδειξε και έκανε σπίτι του την αρχαία Μεσσήνη, δεν σωπαίνει στην ακαδημαϊκή του περιβολή αλλά μιλάει για την ανάγκη των έργων υποδομής που έχει αυτός ο σημαντικός τόπος και περιμένουν χρόνια την υλοποίησή τους.
“Ουκ εν το πολλών το ευ” και ο κ. Θέμελης δεν έχει ανάγκη επιπλέον επαίνων. Αγαπάει τον τόπο, έχει παράξει μοναδικό έργο, έχει συμβάλει τα μέγιστα στην προβολή του, έχει απαιτήσει όλα εκείνα που χρειάζονται να γίνουν. Ο έπαινος από την Πολιτεία και τους θεσμικούς παράγοντες θα ήταν να “τείνουν ευήκοον το ους” στις προτάσεις και παρατηρήσεις του. Να “θωρακίσουν” αυτό το σπουδαίο έργο και να πραγματοποιήσουν τα έργα ανάδειξης. Πριν από λίγους μήνες απευθύνθηκε “εκ νέου στους αρμόδιους αιρετούς άρχοντες, δημάρχους, αντιπεριφερειάρχες και περιφερειάρχες να στρέψουν το ενδιαφέρον τους και προς τη λύση προβλημάτων που σχετίζονται με τον αρχαιολογικό χώρο της Αρχαίας Μεσσήνης και της ευρύτερης περιοχής”. Καταγράφοντας 9 αναγκαία έργα και ενέργειες. Έπαινος για το έργο του κ. Θέμελη θα ήταν η υλοποίησή τους.
Σας ευχαριστούμε για όλα κ. Καθηγητά. Και ευχόμαστε μακροημέρευση με υγεία και δημιουργικότητα, νέες ανασκαφές και αναστηλώσεις. Και κείμενα που διδάσκουν απλότητα, ενδιαφέρον, φαντασία και την ανάγκη να σκεφθούμε πέρα από την καθημερινότητα.
*Δημοσιευμένο κείμενο του Ηλία Μπιστάνη στην ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ https://members.eleftheriaonline.gr/component/edocman/2021-08-25/viewdocument/3488?Itemid=0.